- εἰδωλόθυτος
- -ος,-ον + A 0-0-0-0-1=1 4 Mc 5,2sacrificed to idols; εἰδωλόθυτα meats offered to idols; neol.Cf. HORSLEY 1982 36-37; WITHERINGTON 1993, 237-254; →NIDNTT; TWNT
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
εἰδωλόθυτον — εἰδωλόθυτος sacrificed to idols masc/fem acc sg εἰδωλόθυτος sacrificed to idols neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλοθύτοις — εἰδωλόθυτος sacrificed to idols masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλοθύτου — εἰδωλόθυτος sacrificed to idols masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλοθύτους — εἰδωλόθυτος sacrificed to idols masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλοθύτων — εἰδωλόθυτος sacrificed to idols masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλοθύτῳ — εἰδωλόθυτος sacrificed to idols masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλόθυτα — εἰδωλόθυτος sacrificed to idols neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειδωλόθυτα — εἰδωλόθυτα, τα (AM) (A εἰδωλόθυτος, ον) τα κρέατα που απομένουν μετά τής θυσίες τής ειδωλολατρικής θρησκείας αρχ. επίθ. θυσιασμένος στα είδωλα … Dictionary of Greek